- λιθαργύρινος
- λιθαργύρινος, -ίνη, -ον (Α) [λιθάργυρος]αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθαργύρινον — λιθαργύρινος of masc acc sg λιθαργύρινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθαργύρινα — λιθαργύρινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάργυρος — Κοινή ονομασία του οξειδίου του μολύβδου με χημικό τύπο PbO. Βρίσκεται σε μορφή ερυθροκίτρινης σκόνης με πολύ μεγάλη πυκνότητα (ειδική πυκνότητα: 9,53) και παρασκευάζεται με θέρμανση του μολύβδου στον αέρα. Μολονότι έχει τις ίδιες τοξικές… … Dictionary of Greek
λιθαργύρεος — λιθαργύρεος, έα, ον (Α) [λιθάργυρος] λιθαργύρινος* … Dictionary of Greek